Τους επικίνδυνους ξενύχτηδες μπορεί να αποκαλύψει ένα αιματολογικό τεστ που ανέπτυξαν ειδικοί από τα Πανεπιστήμια Monash στην Αυστραλία και του Μπέρμιγχαμ στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με το
Σύμφωνα με τη δημοσίευσή τους στο , το τεστ, που «διαγιγνώσκει» αϋπνία άνω των 24 ωρών με απόλυτη σχεδόν ακρίβεια, μπορεί να γίνει χρήσιμο εργαλείο για ιατροδικαστικές υπηρεσίες και τροχαία, καθώς οι δρόμοι και τα εργασιακά περιβάλλοντα αυξημένου κινδύνου γίνονται συχνότερα «μάρτυρες» σοβαρών έως θανατηφόρων ατυχημάτων.
Ακριβή έως 99,2%
Γεωργιάδης: Αλλαγές στη διαχείριση μονάδων αίματος- Το σχέδιο της κυβέρνησης
Βάση του τεστ αποτελεί ένας βιοδείκτης που συνέθεσαν οι ερευνητές συνδυάζοντας διάφορους αιματολογικούς δείκτες από εθελοντές χωρίς στέρηση ύπνου. Ο συνδυασμός αυτών των δεικτών μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια πότε οι εθελοντές της μελέτης είχαν να κοιμηθούν πάνω από 24 ώρες υπό ελεγχόμενες συνθήκες εργαστηρίου.
Η ακρίβεια του τεστ άγγιξε το 99,2% όταν τα αποτελέσματα συγκρίθηκα με δείγμα που είχαν δώσει οι εθελοντές μετά από πλήρη ξεκούραση. Χωρίς τη σύγκριση, όπως δηλαδή συμβαίνει με τις συνήθεις διαγνωστικές αιματολογικές εξετάσεις, το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 89,1%, ένα επίπεδο αρκετά υψηλό ωστόσο.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το τεστ θα μπορούσε μελλοντικά να συμβάλει στον γρήγορο και εύκολο εντοπισμό των άυπνων οδηγών, αιτία για ένα σχεδόν στα πέντε (20%) τροχαία παγκοσμίως, να προβλέψει όμως και τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να έχει η στέρηση ύπνου και σε άλλες περιστάσεις, όπως τα επικίνδυνα επαγγέλματα.
«Πρόκειται για μια πραγματικά συναρπαστική ανακάλυψη για τους ερευνητές του ύπνου, η οποία θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά τον τρόπο διαχείρισης της υγείας και ασφάλειας σε σχέση με ανεπαρκή ύπνο. Αν και απαιτείται περισσότερη δουλειά, ένα πολλά υποσχόμενο πρώτο βήμα» σχολίασε η επικεφαλής της μελέτης, Clare Anderson, καθηγήτρια στη Σχολή Ψυχολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Monash και στο Ινστιτούτο Εγκεφάλου και Ψυχικής Υγείας “Turner” κατά τη διεξαγωγή της μελέτης. Σήμερα, είναι καθηγήτρια ύπνου και επιστήμης κιρκάδιου ρυθμού στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι λιγότερες από πέντε ώρες ύπνου συνδέονται με μη ασφαλή οδήγηση· 24 ώρες αϋπνίας ωστόσο, όπως αυτή που εντοπίσαμε εδώ, θα μπορούσε να αντιστοιχεί στο υπερδιπλάσιο τουλάχιστον του νόμιμου ορίου αλκοόλ στην Αυστραλία, με βάση τις τα αποτελέσματα» πρόσθεσε.
Η Δρ Katy Jeppe από την Πλατφόρμα Πρωτεομικής και Μεταβολομικής του Monash, πρώην καθηγήτρια στη Σχολή Ψυχολογικών Σπουδών και πρώτη συγγραφέας της μελέτης, χαρακτήρισε δύσκολο να εκτιμηθεί ο αναγκαίος χρόνος για ανάπτυξη τεστ προς χρήση μετά από τροχαία.
«Σε δεύτερο χρόνο πρέπει να ελεγχθεί σε λιγότερο ελεγχόμενο περιβάλλον και ίσως πιο ρεαλιστικές συνθήκες, ιδίως εάν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο για ατυχήματα στα οποία εμπλέκονται οδηγοί που αποκοιμήθηκαν στο τιμόνι» σχολίασε η Δρ Jeppe και συμπλήρωσε ότι, στο μέλλον, θα μπορούσε να ελεγχθεί αν οι ειδικοί μεταβολίτες και κατ’ επέκταση ο βιοδείκτης μπορούν να εντοπιστούν και εκτός του αίματος, στο σάλιο ή στην αναπνοή.
Το λιγότερο 18 ώρες
Ο βιοδείκτης του τεστ μπορεί να ανιχνεύσει το λιγότερο 18 ώρες αϋπνίας. Για τον έλεγχο μικρότερων διαστημάτων χωρίς ύπνο θα πρέπει να γίνει περαιτέρω έρευνα, σχολίασε η ερευνητική ομάδα.
«Θα χρειαζόταν πολλή παραπάνω εργασία εάν οι νόμοι άλλαζαν και προέβλεπαν την εισαγωγή ενός τεστ αϋπνίας στους δρόμους ή στους χώρους εργασίας. Αυτό θα περιλάμβανε περαιτέρω επικύρωση των βιοδεικτών, καθώς και τον καθορισμό ασφαλών επιπέδων ύπνου για την πρόληψη και την αποκατάσταση της κόπωσης, για να μην αναφέρουμε την εκτεταμένη νομική διαδικασία» ανέφερε η Δρ Jeppe.
Όπως το αλκοτέστ, ένα τεστ ανίχνευσης της στέρησης ύπνους θα μπορούσε να φέρει τη μεγάλη αλλαγή στην αποτροπή δυστυχημάτων και σοβαρών ατυχημάτων στην άσφαλτο, κατέληξαν οι ερευνητές.