
Σχεδόν κάθε μέρα βρίσκεται στα νεκροταφεία Αναστάσεως του Κυρίου στην περιοχή της Θέρμης Θεσσαλονίκης. Την απόσταση από το σπίτι της στην Καλαμαριά, μέχρι το μνήμα την κάνει πλέον με κλειστά μάτια. Κάθεται πάνω στο άσπρο -«παγωμένο χειμώνα και καλοκαίρι»- μάρμαρο και κοιτάζει τη φωτογραφία της νεαρής κοπέλας.
«Κατερίνα Γκιουρτζίδου, ετών 18», είναι σκαλισμένο πάνω του και μια ημερομηνία 10/4/1991. Πέρασαν 34 χρόνια, αλλά για τη μάνα σαν νά'ταν χθες. «Η Κατερίνα μου είναι ανάμεσά μας. Δεν υπάρχει μέρα να μην την σκεφτώ, μέρα να μην αναφερθούμε σε εκείνη. Όλη η οικογένεια μιλάμε σαν να είναι εδώ, σαν να μην έφυγε ποτέ», λέει στη Voria, η Νίκη Ντούρμα.«Σήμερα θα ήταν 52 χρόνων, λίγο μεγαλύτερη από τα αγόρια μου, θα είχε παντρευτεί, θα είχε οικογένεια, μια δουλειά, θα ήταν χαρούμενη. Τώρα ένα με το χώμα. Γιατί;». Σε αυτό το «γιατί» μιας μάνας που έχασε το παιδί της, καμία απάντηση δεν είναι πειστική, για την ακρίβεια δεν υπάρχει απάντηση. Ούτε και λόγια παρηγοριάς.
Τον Μάρτιο του 1991 η Κατερίνα Γκιουρτζίδου, πρωτοετής φοιτήτρια του τμήματος Μηχανικών Δομικών Έργων στο ΑΠΘ, αποδέχτηκε την πρόσκληση της ξαδέρφης της Θεοπίστης Ντούρμα, να πάνε για το Πάσχα στην Κωνσταντινούπολη. Η Θεοπίστη, 23 χρόνων, φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής στο ΕΚΠΑ, πήγε στο ταξίδι αυτό με τον πατέρα της Αθανάσιο Ντούρμα, 61 χρόνων, ταξίαρχο ε.α. και τη μητέρα της Φωφώ 60 χρόνων. Όταν οι δύο ξαδέρφες συμφώνησαν να ταξιδέψουν στην Κωνσταντινούπολη, στην παρέα μπήκε και η γιαγιά των κοριτσιών, Ολυμπία Ντούρμα, 76 χρόνων-σύζυγος του λοχαγού Νικόλαου Ντούρμα, που έπεσε μαχόμενος στο αλβανικό μέτωπο και προς τιμήν του υπάρχει οδός στον δήμο Αμπελοκήπων Μενεμένης.
«Η μητέρα μου, Ολυμπία, καταγόταν από την Αδριανούπολη και είχε πάντα όνειρο, να ταξιδέψει σε εκείνα τα μέρη. Όταν έμαθε πως η οικογένεια του αδερφού μου, του Θανάση, είχε κλείσει αυτό το ταξίδι και θα πήγαινε μαζί τους η ανιψιά μας η Κατερίνα, κόρη της αδερφής μου της Νίκης, ζήτησε να τους ακολουθήσει». Ο Ηλίας Ντούρμας μιλάει στη Voria και η φωνή του σπάει. Ακόμη και μετά από 34 χρόνια, κάθε φορά που θυμάται εκείνο το Πάσχα, ταράζεται. Και κάθε χρόνο όταν πλησιάζει το Πάσχα ταράζεται, γιατί θυμάται πως τέτοιες μέρες πήρε το μαντάτο της απώλειας για τη μητέρα του, τον αδερφό του, τη νύφη του, τις δύο ανιψιές της. «Βαρύ πράγμα τέτοιος θάνατος, τι να λέμε...».
Ένα μπιτόνι βενζίνης σπέρνει τον θάνατο
Ένα γκρουπ Ελλήνων τουριστών, από την Αθήνα στη συντριπτική τους πλειονότητα, αναχώρησε το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής 5 Απριλίου 1991, από το Περιστέρι για πενθήμερη εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη. Το διώροφο, σύγχρονο για την εποχή του λεωφορείο, έκανε μία στάση στην οδό Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης για να επιβιβαστούν δύο ακόμη επιβάτες, μια γιαγιά με την εγγονή της, η Ολυμπία Ντούρμα και η Κατερίνα Γκιουρτζίδου. Λίγες ώρες αργότερα έκανε μια δεύτερη στάση, στην Καβάλα, αλλά τελευταία στιγμή το ζεύγος Παπαδάκου, που είχε εγγραφεί και είχε πληρώσει το ταξίδι, το μετάνιωσε και δεν επιβιβάστηκε. Άγιο είχαν....
Τρίτη του Πάσχα, 9 Απριλίου 1991, οι περισσότεροι από το γκρουπ των Ελλήνων μπαίνουν στο λεωφορείο και ετοιμάζονται για μία βόλτα στην αγορά της Κωνσταντινούπολης. Την ίδια ώρα ο Καντίρ Τσαλ, Τούρκος πολίτης και σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες με ψυχολογικά προβλήματα, μπήκε στο λεωφορείο μαζί με τους επιβάτες. Πάνω στην αναστάτωση και τον συνωστισμό, κανείς δεν παρατήρησε πως ο Καντίρ Τσαλ είχε δεμένο στη ζώνη του με σχοινί ένα μπιτόνι με βενζίνη. Όταν έφτασε στον πάνω όροφο του λεωφορείου άδειασε τη βενζίνη, έβαλε φωτιά και έφραξε με το φλεγόμενο σώμα του στην πόρτα του οχήματος. Παρανάλωμα του πυρός, ουρλιαχτά και κραυγές. Όσοι κατάφεραν να σπάσουν τα παράθυρα, να βγουν και να σωθούν, περιέγραψαν τη φρίκη που έζησαν... και δεν την έχουν ακόμη ξεπεράσει.
Η 23χρονη Θεοπίστη Ντούρμα και η 18χρονη ξαδέρφη της, Κατερίνα Γκιουρτζίδου, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στις φλόγες. Νεκροί ανασύρθηκαν επίσης ο Αθανάσιος Ντούρμας, η σύζυγός του και η μητέρα του.
«Βλέπαμε τηλεόραση εκείνη την ημέρα και ξαφνικά ακούσαμε μια έκτακτη είδηση. Γίνεται σύνδεση με Κωνσταντινούπολη, οι δημοσιογράφοι μιλούν για βομβιστική επίθεση και αναγνωρίζουμε το διπλό λεωφορείο. Θυμάμαι πως για λίγα λεπτά έχασα τη μιλιά μου, αλλά σχεδόν αμέσως μετά κατάλαβα πως οι δικοί μας δεν σώθηκαν. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, αλλά ήξερα πως είχαν χαθεί», λέει στη Voria ο Ηλίας Ντούρμας.
Η αδερφή του Νίκη, που επίσης έμαθε το τραγικό μαντάτο από την τηλεόραση, είχε ελπίδα πως το κορίτσι της ήταν μεταξύ των τραυματιών. Άλλωστε στις έκτακτες συνδέσεις οι δημοσιογράφοι έλεγαν πως υπήρχαν πολλοί τραυματίες. «Στην αρχή πίστευα ότι σώθηκε, ότι ήταν ανάμεσα στους τραυματίες, ότι θα την ξαναδώ χαρούμενη και γελαστή την Κατερίνα μου. Δυστυχώς όμως πολύ γρήγορα έγιναν γνωστά τα ονόματα των νεκρών. Όλη η οικογένειά μας και το κορίτσι μου, το όμορφο, το μικρό, που δεν πρόλαβε να χαρεί τη ζωή του, ήταν μεταξύ των νεκρών», αναφέρει. Η Νίκη Ντούρμα δεν μπόρεσε να πάει στην Κωνσταντινούπολη, τη μακάβρια διαδικασία της αναγνώριση των σορών και της μεταφοράς των φέρετρων ανέλαβε ο -αείμνηστος σήμερα- αδερφός τους, Κώστας.
Η οικογένεια Ντούρμα έθαψε πέντε μέλη της. Ο Αθανάσιος Ντούρμας, η γυναίκα του και η κόρη τους, θάφτηκαν στην Αθήνα, εκεί όπου ζούσε η οικογένεια και είχαν μείνει άλλα δύο κορίτσια. Η γιαγιά Ολυμπία και η εγγονή της Κατερίνα Γκιουρτζίδου στη Θεσσαλονίκη.
Το χρονικό της βομβιστικής επίθεσης
Το λεωφορείο του τουριστικού γραφείου «Άγγελος Tours» ξεκίνησε χαράματα της Μεγάλης Παρασκευής 5 Απριλίου 1991, από το Περιστέρι για την Κωνσταντινούπολη με περίπου 70 εκδρομείς. Ήταν οικογένειες με παιδιά, νεαρά ζευγάρια, ηλικιωμένοι, παρέες γυναικών.
Το γκρουπ κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Χαμιντιέ», στην οδό Φεβζί Πασά, απέναντι από την Αγία Σοφία και η εκδρομή κύλησε όπως είχε προγραμματιστεί, όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Το πρωινό της Τρίτης 9 Απριλίου 1991, οι περισσότεροι από τους Έλληνες τουρίστες επέλεξαν να κάνουν μία βόλτα στην αγορά της Κωνσταντινούπολης και γύρω στις 9.30 άρχισε να επιβιβάζονται στο μοιραίο λεωφορείο. Όταν μπήκε και ο τελευταίος, ο οδηγός έκανε μανούβρες για να ξεπαρκάρει, ενώ κάποιοι άρχισαν να κοιτούν περίεργα έναν άγνωστο σε αυτούς άντρα, ο οποίος φορούσε στη μέση του... ένα πλαστικό μπιτόνι. Πριν προλάβουν να τον ρωτήσουν ποιος είναι και τι θέλεις ο άγνωστο ανέβηκε στη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο έβγαλε ένα τεράστιο μαχαίρι και έσκισε το μπιτόνι, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα έβαλε φωτιά στο πορτοκαλί υγρό που έτρεχε από το πλαστικό και κάλυπτε τον χώρο. Μια έκρηξη κι ύστερα άλλη μια κι άλλη μια. Ο άντρα τυλίγεται τις φλόγες και με το σώμα του φράζει την έξοδο. Η λέξη κόλαση ίσως δεν αποδίδει πιστά τα όσα ακολούθησαν.
«Βοήθεια καιγόμαστε», φώναζαν έντρομοι οι επιβάτες. Ο οδηγός άνοιξε τις πόρτες και όσοι ήταν στον κάτω όροφο βγήκαν έξω και σώθηκαν. Συνολικά 28 άτομα γλύτωσαν από του Χάρου τα δόντια, οι 9 τραυματίστηκαν, 3 μάλιστα χρειάστηκε να νοσηλευτούν σε μονάδα εντατικής θεραπείας σε νοσοκομείο της Κωνσταντινούπολης.
Ο Τάσος Ιορδανίδης, ένας από τους διασωθέντες, κατέθεσε στις αρχές πως ένας περίεργος τύπος, μάλλον Τούρκος κρίνοντας από την εμφάνιση, έκοβε βόλτες τρεις μέρες έξω από το ξενοδοχείο των Ελλήνων τουριστών. Τον έβλεπε κάθε μέρα, αρκετές φορές. Ο Νίκος Αργύρης, δάσκαλος από το Περιστέρι που έχασε στην τραγωδία τη σύζυγό του, Κυριακή Δεληγιώργη, ανέφερε πως ο άγνωστος άντρας έδρασε αστραπιαία. «Κανένας δεν μπορούσε να κατέβει από τις φλεγόμενες σκάλες. Ήμασταν ζωσμένοι από τις φλόγες. Προσπάθησα να σπάσω το τζάμι για να πεταχτώ έξω, αλλά στη συγκεκριμένη θέση δεν βρήκα το ειδικό σφυράκι. Χτυπούσα το τζάμι με τις γροθιές μου και δεν έσπαγε. Με έπνιξαν οι καπνοί και δεν μπορούσα να ανασάνω. Από κει πέρα δεν θυμάμαι τίποτα».
Η σορός του δράστη βρέθηκε απανθρακωμένη και οι αρχές ταυτοποίησαν πως πρόκειται για τον Καντίρ Τσαλ. Στην αρχή οι τουρκικές αρχές είπαν πως επρόκειτο για κάποιον ψυχοπαθή, αργότερα ο εισαγγελέας Κωνσταντινούπολης, Ιλχάν Αϊντίν, δήλωσε πως «προφανώς είναι μουσουλμάνος» και πρόσθεσε πως συνελήφθη ένα ακόμη άτομο, για το οποίο ποτέ κανείς δεν έμαθε ούτε το όνομά του, ούτε τι απέγινε.
Οι επιτελείς της πυροσβεστικής υπηρεσίας στην Κωνσταντινούπολη δήλωσαν αρχικά πως η τραγωδία ήταν ατύχημα. Ο επικεφαλής της, Αμπντουραχμάν Κίλιτς στις πρώτες του δηλώσεις, οι οποίες έκαναν τον γύρο του κόσμου, μέσω του πρακτορείου Anadolu, επέμεινε πως η φωτιά ξέσπασε από μια μικρή φορητή κουζίνα γκαζιού που υπήρχε στο λεωφορείο. Η αυτοψία πραγματογνωμόνων, επιτελών της Αντιτρομοκρατικής από την Αθήνα, αλλά και των ίδιων των δημοσιογράφων και των τηλεοπτικών συνεργείων απέδειξε πως δεν υπήρχε φορητή κουζίνα, ούτε φιάλες γκαζιού και τα πάντα μέσα στο λεωφορείο ήταν ηλεκτρικά.
Ποιος όπλισε το χέρι του Καντίρ Τσαλ;
Ο πατέρας του κλαίγοντας τις επόμενες μέρες ζητούσε συγγνώμη από τους Έλληνες για το μακελειό και δεν μπορούσε να δώσει καμία εξήγηση. Επέμενε μάλιστα πως ο γιος του δεν ήταν ψυχοπαθής, όπως πήγαν να τον βγάλουν οι τουρκικές αρχές και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να παρασύρθηκε από κάποιους.
Οι συγγενείς των νεκρών και των τραυματιών δεν έμαθαν ποτέ γιατί ένας Τούρκος πολίτης προέβη σε αυτή την φρικιαστική πράξη.
Το «γιατί» για τη Νίκη Ντούρμα, μετά την απώλεια της λατρεμένης της κόρης, ξεθωριάζει πια κι όσο τα χρόνια περνούν έχει όλο και λιγότερη σημασία. «Κάθε μέρα της μιλώ, φροντίζω τον τάφο της, σκέφτομαι τι θα μου έλεγε για ετούτο, τι θα έκανε για εκείνο, πώς θα αντιδρούσε, πώς θα γελούσε, τι θα την στενοχωρούσε. 18 χρονών ήταν, τι πρόλαβε να ζήσει; Τι να χαρεί;»
Κι αφού το «γιατί» δεν έχει πλέον κάποιο νόημα και το «ποτέ ξανά» δεν έπιασε, μένει σε αυτή την οικογένεια που στόλισε το σπίτι με τις φωτογραφίες της γελαστής Κατερίνας, το «κι αυτό το Πάσχα μαζί και κάθε Πάσχα μαζί».....